κηπευτής

κηπευτής
κηπευτής, ὁ (ΑΜ) [κηπεύω]
κηπουρός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κηπευτής — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηπευτῆς — κηπευτός cultivated fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηπευταῖς — κηπευτής masc dat pl κηπευτός cultivated fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηπευτοῦ — κηπευτής masc gen sg κηπευτός cultivated masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηπευτῶν — κηπευτής masc gen pl κηπευτός cultivated fem gen pl κηπευτός cultivated masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηπευτικός — ή, ό (ΑΜ κηπευτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε κήπο, αυτός που καλλιεργείται σε κήπο («κηπευτικά προϊόντα») 2. το θηλ. ως ουσ. η κηπευτική η τέχνη τού κηπουρού, η κηπουρική νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κηπευτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”